φουσκώνω

φουσκώνω
Ν [φούσκα (Ι)]
1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]»)
β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το στομάχι»)
γ) (σχετικά με πανιά πλοίου) κολπώνω («εφούσκωσε τ' αέρι λευκότατα πανιά», Σολωμ.)
δ) ραπίζω, χαστουκίζω, χτυπώ («τού φούσκωσα μία, που ήταν όλη δική του»)
ε) μτφ. εξερεθίζω, εξοργίζω, πρήζω («μέ φούσκωσε με το πείσμα του»)
2. (αμτβ.) α) γεμίζω με αέρα και διογκώνομαι («άμα φουσκώσει πολύ το μπαλόνι, θα σπάσει»)
β) κολπώνομαι («τα πανιά τού καϊκιού φουσκώνουν απ' τον αγέρα», Ψυχάρ.)
γ) αισθάνομαι δυσφορία από την πολυφαγία ή από δύσπνοια (α. «φούσκωσα, δεν θέλω φρούτο» β. «φούσκωσα από τον ανήφορο»)
δ) (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, έχω μεγάλα κύματα («η θάλασσα αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει», Παλαμ.)
ε) (για ποτάμι) ανεβαίνει η στάθμη μου
στ) (για δέντρο) γεμίζω οφθαλμούς, έτοιμους να βλαστήσουν («κάθε δεντρί με νέο χυμό φουσκώνει», Γρυπ.)
ζ) μτφ. εξοργίζομαι («με μάνητα και μ' αντρειά αγριεύουν και φουσκώνουν», Ερωτόκρ.)
η) κορδώνομαι, επαίρομαι
3. φρ. α) «φουσκώνω τον λογαριασμό» — μεγαλώνω, επιφέρω αθέμιτη αύξηση
β) «τά φουσκώνω» — μεγαλοποιώ, εξογκώνω
γ) «φουσκώνει σαν τον διάνο [ή σαν γαλοπούλα]» — καμαρώνει, επιδεικνύεται ανόητα
δ) «τήν φούσκωσε»
(για πρόσ.) τήν κατέστησε έγκυο
ε) «φουσκωμένο άντερο» — άνθρωπος ματαιόδοξος και ανόητος
4. παροιμ. «όσο θέλεις φούσκωνέ τα, με το ζύγι θα τά πάρω» — έχω πάρει τα μέτρα μου, δεν θα μέ εξαπατήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουσκώνω — φουσκώνω, φούσκωσα, φουσκωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: φουσκώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή (φουσκώνομαι, βλ. πίν. 4 ). Το ρ. σημαίνει και → διογκώνω, αυξάνω κάτι σε όγκο και → διογκώνομαι, αυξάνομαι σε όγκο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκώνω — φουσκώνω, γεμίζω με αέρα το ασκί …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …   Dictionary of Greek

  • φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… …   Dictionary of Greek

  • αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”